- ευθαρσία
- η уст. смелость, отвага, храбрость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εὐθαρσία — εὐθαρσίᾱ , εὐθαρσία fem nom/voc/acc dual εὐθαρσίᾱ , εὐθαρσία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθαρσία — εὐθαρσία, ἡ (Α) βλ. ευθάρσεια … Dictionary of Greek
εὐθαρσίας — εὐθαρσίᾱς , εὐθαρσία fem acc pl εὐθαρσίᾱς , εὐθαρσία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθαρσίαν — εὐθαρσίᾱν , εὐθαρσία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθάρσεια — εὐθάρσεια και εὐθαρσία, ἡ (Α) [ευθαρσής] ευτολμία, ευψυχία … Dictionary of Greek